συνοικιακός

συνοικιακός
η , ό[ν]
1) квартальный; районный; 2) окраинный, находящийся, расположенный на окраине города

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "συνοικιακός" в других словарях:

  • συνοικιακός, -ή, -ό — συνοικιακός, ή, ό, 1 . αυτός που αναφέρεται στη συνοικία. 2. μτφ., απόκεντρος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • συνοικιακός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε συνοικία («συνοικιακό συμβούλιο») 2. (κατ επέκτ.) απόκεντρος (α. «συνοικιακός κινηματογράφος» β. «συνοικιακό κατάστημα»). [ΕΤΥΜΟΛ. < συνοικία. Η λ. μαρτυρείται από το 1884 στον Α. Ν. Στούπη] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»